Το αληθές συμφέρον του τέκνου-ύστατο διακύβευμα
To αληθές συμφέρον του τέκνου, λογίζεται το μείζον εις πάσα περίπτωση ενόψει, αναθέσεως την επιμέλεια εις έναν εκ των δύο γονέων, μετά την διάσπαση της εγγάμου συμβιώσεως, πλην όμως δεν πρέπει να εκλαμβάνεται καταχρηστικά υπό τον ένα ή τον έτερο γονέα, καθότι η αλήθεια έγκειται εις το γεγονός ότι το τέκνο, δεδομένου ότι αντικειμενικά προέρχεται και από τους δύο γονείς, επιβάλλεται η ισότιμη, κοινή και εξ ίσου, συμβολή και των δύο γονέων εις την ανατροφή, διαπαιδαγώγηση και επιμέλεια, ανεξαρτήτως της σχέσεως μεταξύ των γονέων.
Εν τοιαύτη περιπτώσει, ιδίως εις την ύπαρξη σφοδρών αντιπαραθέσεων μεταξύ των γονέων, (δεν αναφέρομαι ουδόλως, προς τις ακραίες περιπτώσεις, υπάρξεως αξιοποίνων πράξεων μεταξύ των γονέων ή ενδεχομένως και εις βάρος των παιδιών, όπου δικαιολογείται βάσιμα και προκύπτει αιτιωδώς εκ των στοιχείων η βλαπτική συμπεριφορά προς τα τέκνα των), δέον όπως καταστεί αντιληπτό, εις το μέτρο του δυνατού, εισέτι και με την συμβολή κάποιου ειδικού τρίτου, ότι το τέκνο, αντικατοπτρίζει και τους δύο γονείς, και καθίσταται αδηρίτως αναγκαίο όπως αντιληφθεί ότι έχει έναν πατέρα και μία μητέρα εφόρου ζωής, ανεξαρτήτως της μεταξύ των γονέων του σχέση.
Ειδικότερον, εις αυτές τις περιπτώσεις, επιβάλλεται να καταστεί σαφές ότι το συμφέρον του τέκνου, ως αυτοτελές υποκείμενο δικαίου, ανεξαρτήτως με ποιόν πράγματι γονέα εκδηλώνει ιδιαίτερη αδυναμία ή αποδεδειγμένα εμφανίζει μεγαλύτερο και ισχυρότερο ψυχικό δεσμό, απαιτείται ανυπερθέτως, να ενθαρρύνεται εκ τους γονείς εκατέρωθεν η επικοινωνία ισότιμα με αμφότερους τους γονείς.
Η συμβολή και των δύο γονέων καθίσταται απολύτως αναγκαία για την ομαλή ανάπτυξη της προσωπικότητας του τέκνου, εις πάσα περίπτωση, ανεξαρτήτως τις όποιες διαφορές μεταξύ των γονέων, δοθέντος ότι είναι εξ ίσου σπλάχνο και του έτερου γονέα.
Οι προσωπικές εκτιμήσεις των διαζευγμένων συζύγων, δια την μεταξύ τους σχέση, καθίστανται θεμιτές εις το μέτρο και το βαθμό όπου δεν επηρεάζουν την ψυχολογία του παιδιού, ή δεν το πειθαναγκάζουν να ακολουθήσει βιαίως τον ένα γονέα, ή να αναγκαστεί υπό του ενός γονέα, να στραφεί εναντίον του άλλου προβάλλοντας υποβολιμιαίους ισχυρισμούς, προϊόν ψυχοσυναισθηματικής επιρροής του ενός δηλαδή γονέα, διαποτίζοντας αρνητικά το τέκνο προς τον έτερο γονέα.
Η συνήθης αυτή πρακτική δηλητηριάζει βαθμηδόν την ψυχή του παιδιού, με αποτέλεσμα να στερείται την επαφή με τον έτερο γονέα, γεγονός το οποίο αντιβαίνει προδήλως εις το υπέρτερο συμφέρον του ανηλίκου τέκνου, εξ αυτού του λόγου, πάσα υπόθεση η οποία άγεται προς δικαστική κρίση, ερευνάται ενδελεχώς και περιπτωσιολογικώς, σταθμίζοντας αντικρουόμενα συμφέροντα, συνεκτιμώνται τα πραγματικά γεγονότα και ως δικλείδα ασφαλείας, ο δικαστής, εξετάζει συν τοις άλλοις, το ίδιο το τέκνο κατ’ ιδίαν κεκλεισμένων των θυρών, ούτως ώστε να μορφώσει ιδική του ενώπιον ενωπίοις πεποίθηση, αναφορικώς προς την εξέλιξη του τέκνου του.
Περαιτέρω λοιπόν, το αληθές και το υπέρτερο συμφέρον του τέκνου, αποτελεί μία αόριστη νομική έννοια, η οποία εξειδικεύεται με βάση τα ιδιαίτερα και μοναδικά πραγματικά περιστατικά της εκάστοτε περιπτώσεως, πλην όμως, η εξυπηρέτηση του συμφέροντος των, με γνώμονα το δέον γενέσθαι και όχι τις προσωπικές αντιλήψεις του εκάστοτε γονέα , ή τις φιλοσοφικές πεποιθήσεις του εκάστοτε δικαστού, πρέπει να αποτελεί τον κράτιστο γνώμονα, δια του οποίου ο δικαστής θα λάβει την προσήκουσα απόφαση προς την κατεύθυνση της βέλτισης εξυπηρετήσεως του συμφέροντος.
Ασφαλώς οι δικαστικές αποφάσεις ορθώς εκδίδονται όμως, οι ποινικές κυρώσεις δια την μην τήρησή τους, ορισμένες φορές καθίστανται αδικαιολογήτως επιεικείς με αποτέλεσμα το τέκνο, συνεκτιμώντας και τον αστάθμητο παράγοντα της βραδείας απονομής της δικαιοσύνης, να ενηλικιώνεται και ο γονεύς του οποίου στερείται δολίως την επικοινωνία να μην έχει την δυνατότητα να έλθει σε επαφή, με το τέκνο του κατά τα πιο κρίσιμα χρόνια.
Το συμφέρον του τέκνου είναι ένα διαρκές ζητούμενο, συνιστά το διακύβευμα δια την ομαλή ανάπτυξη της προσωπικότητάς του επί μακρόν (…).