Νέες εμπειρίες οι οποίες πρέπει να αξιολογηθούν κι εν συνεχεία είτε να αφομοιωθούν είτε να απορριφθούν. Το κλειδί είναι η ανάπτυξη της ικανότητας μάθησης νέων δεξιοτήτων. Αλλά τα παιδιά δεν ανησυχούν – τα περισσότερα έχουν αυτούς τους «πρωταθλητές» σοφίας και καλής λογικής να τα καθοδηγούν στις δυσκολίες – τους γονείς τους ! H’ μήπως ανησυχούν ; Οι γονείς μεγαλώνουν τα παιδιά τους με τις καλύτερες διαθέσεις αλλά πολύ συχνά αυτή η καλή διάθεση μπορεί να συμβάλλει στη δημιουργία ανησυχίας και άγχους στο παιδί. Κι εκεί θα ήθελα να εστιάσω καθώς μπορεί να συμβεί χωρίς καμία απολύτως πρόθεση και το αποτέλεσμα να είναι ένα αρκετά αγχωτικό και ανήσυχο παιδί. Και δυστυχώς, δεν είναι δύσκολο να γίνει.
Από τις μελέτες βλέπουμε ότι 1 στα 4 παιδιά αναπτύσσουν άγχος και ανησυχία σε σημείο που τους προκαλεί δυσφορία και διάσπαση προσοχής, μεγάλης έντασης και πολλές φορές εκτός ελέγχου. Οι συνήθεις ανησυχίες των μικρών παιδιών αφορούν πράγματα που έχουν ζήσει και δεν μπορούν να τα εξηγήσουν – ούτε να καταστροφολογήσουν για αυτά – πέρα από αυτό που ζουν.
Όμως, αφού φτάσουν στα 8 τους χρόνια, αρχίζουν να καταστροφολογούν πάνω στις ανησυχίες τους και αποκτούν πεποιθήσεις που συντηρούν μια ανησυχία για την υπάρχουσα ανησυχία τους – όπως επίσης αρχίζουν να πιστεύουν ότι η ανησυχία είναι κάτι καλό που θα τους βοηθήσεις να αποτρέψουν κάτι κακό που πιθανώς θα συμβεί. Τα κορίτσια ανησυχούν περισσότερο από τα αγόρια και το αντικείμενο αλλάζει με την ηλικία και τα βιώματά τους. Τα πολύ μικρά παιδιά ανησυχούν για τα ζώα, το σκοτάδι και φανταστικά όντα ή τέρατα, ενώ μπαίνοντας στην προ-εφηβεία, ανησυχούν περισσότερο για όσα διαδραματίζονται στο σχολείο αλλά και στις σχέσεις τους με τους άλλους ανθρώπους – συνομήλικους και ενηλίκους.
Φτάνοντας στα 12 τους χρόνια, στρέφονται ήδη σε συναισθηματικές καταστάσεις και παλεύουν με συναισθήματα ντροπής ή ενοχής. Με λίγα λόγια, το αντικείμενο της ανησυχίας τους ποικίλει ανάλογα με την γνωσιακή τους ανάπτυξη, την συναισθηματική τους ανάπτυξη και τις απαιτήσεις για επικοινωνία στον δικό τους κόσμο (π.χ. οι απαιτήσεις της σχολικής τους ζωής).
Τι κάνει όμως ένα παιδί να αγχώνεται για την ανησυχία του;
Ξέρουμε ότι το άγχος είναι κάτι που υπάρχει στην οικογένεια αλλά δεν είναι κάτι που κληρονομείται. Αυτό σημαίνει ότι καθορίζεται από περιβαλλοντικούς παράγοντες και ένας από αυτούς είναι οι γονείς του. Γι’ αυτό θα το διαχωρίσω σε 3 μέρη – την συμβολή της μαμάς, την συμβολή του μπαμπά και την επιρροή του τρόπου ανατροφής εν γένει.
Η φράση «οι αγχώδεις μητέρες κάνουν αγχώδη παιδιά» είναι μεγάλη αλήθεια. Αλλά πώς μεταφέρουν το άγχος στα παιδιά τους; Σίγουρα δεν γίνεται ηθελημένα καθώς οι περισσότερες αγχώδεις μητέρες κάνουν συνειδητή προσπάθεια να καλύψουν τα άγχη τους μπροστά στα παιδιά. Όμως, ένας τρόπος μετάδοσής του είναι με την υπέρ-ενασχόλησή τους μαζί τους σε ότι κι αν κάνουν.
Για παράδειγμα, μια αγχώδης μητέρα είναι πιο πιθανό να παρεμβαίνει την ώρα που το παιδί της κάνει μια δουλειά, συγκριτικά με μία μητέρα που δεν εμφανίζει έντονο άγχος. Αυτή η υπέρ-ενασχόληση είναι πιθανό να διογκώσει την έννοια της απειλής στο παιδί, να μειώσει τον έλεγχο που νοιώθει ότι έχει το παιδί στην απειλή, να αυξήσει συμπεριφορές αποφυγής της απειλής και να οδηγήσει σε ανησυχία για εν δυνάμει απειλές.
Πολύ συχνά, μια αγχώδης μητέρα παρεμβαίνει κάθε φορά που βλέπει το παιδί της να δυσκολεύεται σε μια συγκεκριμένη κατάσταση (π.χ. ενώ ολοκληρώνει μια δουλειά ή συναναστρέφεται με ένα άλλο παιδάκι) αλλά αυτή η παρέμβαση της λειτουργεί υπέρ-προστατευτικά και το επακόλουθο είναι να δημιουργήσει στο παιδί συναισθήματα ανεπάρκειας και να χάνει ολοένα και περισσότερο την πίστη στον εαυτό τους – με συνέπεια την ενίσχυση και επέκταση του «μύλου» της ανησυχίας του παιδιού.
Οι έρευνες για τη συμβολή του πατέρα στην ενίσχυση του άγχους στα παιδιά είναι πολύ λιγότερες.Οι μητέρες πάντα θεωρούνταν η σημαντικότερη επιρροή στα παιδιά επειδή συνήθως περνούν περισσότερο χρόνο μαζί τους από ότι οι μπαμπάδες. Όμως, υπάρχουν ενδείξεις ότι οι υπερβολικά αυστηροί και ελεγκτικοί μπαμπάδες δημιουργούν αγχώδη παιδιά και με τάση για ακραία ανησυχία. Το αντίκτυπο του υπερβολικά ελεγκτικού πατέρα είναι πιο πιθανό να φανεί κατά την εφηβεία και όχι νωρίτερα.
Κάποιες αναφορές στην ανάπτυξη άγχους στα παιδιά εστιάζουν στο ότι η μαμά και ο μπαμπάς έχουν σχετικά διαφορετικό ρόλο να στην ανατροφή ενός παιδιού με καλή προσαρμογή. Τα παιδιά χρειάζονται μια στενή, διαπροσωπική σχέση με την μητέρα τους να τα «εμβολιάζει» ενάντια σε αυξημένα επίπεδα άγχους, ενώ ο ρόλος του πατέρα είναι να τα καθοδηγεί υποστηρικτικά στον κόσμο. Όταν φτάνουν στην εφηβεία, η μητέρα είναι απαραίτητο να τα αφήσει πιο ελεύθερα να δοκιμαστούν και ο πατέρας να τους δώσει μεγαλύτερη αυτονομία (ενθαρρύνοντάς τα να παίρνουν ρίσκο και να αποκτούν σιγά σιγά ανεξαρτησία) ενώ παραμένει κοντά τους.
Μπορεί όμως μέχρι τώρα να αναφέρθηκα στο αντίκτυπο της αρκετά αυστηρής και προστατευτικής ανατροφής στην τάση του παιδιού να ανησυχεί. Φυσικά υπάρχουν πολλές άλλες πτυχές της ανατροφής που μπορούν να συμβάλλουν σε ένα αγχώδες και ανήσυχο παιδί. Για παράδειγμα, όσα μεγαλώνουν με απορριπτικούς, εχθρικούς και αποκομμένους συναισθηματικά γονείς, εμφανίζουν αυξημένα επίπεδα άγχους και συχνά είναι υπερβολικά επικριτικά με τον εαυτό τους, έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση και τάση να ανησυχούν υπερβολικά. Άλλη μια παράμετρος με σημαντική συμβολή στο άγχος του παιδιού είναι η μονογονεική οικογένεια όπως και η συχνή απουσία του άλλου γονέα από το σπίτι και τη ζωή του.
Τι θα ήταν καλό να κρατήσετε ως γονείς που θέλετε να υποστηρίξετε την καλή ψυχική υγεία του παιδιού σας, με επίπεδα άγχους και μια τάση να ανησυχεί μόνο όταν χρειάζεται; Οι μαμάδες πρέπει να διατηρούν μια στενή, διαπροσωπική σχέση με τα παιδιά αλλά να μην ασχολούνται υπερβολικά με το τι κάνει το παιδί. Οι μπαμπάδες πρέπει να είναι υποστηρικτικοί και ενθαρρυντικοί, ενώ παραμένουν κοντά τους.