Η ανατροφή του παιδιού-μία αδιάλειπτη και διηνεκή
διελκυστίνδα μεταξύ των γονέων.
O φυσικός δικαστής, παραμένει το πρόσωπο, υπό την έννοια του
καθ’ ύλην αρμοδίου δικαιοδοτικού οργάνου το οποίο θα αποφασίσει
εν τέλει, σχετικώς με την ικανότητα του γονέα να αναλάβει
μερικώς ή εξ ολοκλήρου την επιμέλεια ή εάν αμφότεροι οι γονείς
είναι ικανοί προς τούτο (δηλαδή να αναλάβουν από κοινού την
επιμέλεια-συν-επιμέλεια).
Ασφαλώς η διάκριση της γονικής μέριμνας εν σχέσει προς την
επιμέλεια καθίσταται όλως σαφής, διότι η πρώτη είναι ευρύτερη
της δεύτερης δια την οποία το δικαστήριο αποφασίζει σε ποιόν εν
τέλει θα ανατεθεί η επιμέλεια.
Η έννοια της γονικής μέριμνας συμπεριλαμβάνει, τον δεσμό
αίματος αμφότερων των γονέων με το τέκνο, (η οποία αφαιρείται
μόνον υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, δια τις οποίας εκπίπτει ο
γονέας, ειμή αυτών), αμφότεροι όμως οι γονείς, υποχρεούνται περί
της ονοματοδοσίας, της διοικήσεως της περιουσίας, της επιλογής
του θρησκεύματος, ιδίως δε και σε σοβαρά ζητήματα υγείας, άλλως
υπεύθυνος και εκ του νόμου υπόχρεος καθίσταται, ο γονεύς που
ασκεί την επιμέλεια η οποία διαλαμβάνει, τον τόπο διαμονής, της
ανατροφή, την εκπαίδευση, την διαπαιδαγώγηση, την ψυχαγωγία
και εν γένει την καθολική μέριμνα και φροντίδα του ανηλίκου
τέκνου μέχρι την ενηλικίωσή του.
Ασφαλώς και αντικειμενικώς το αληθές συμφέρον του τέκνου
επιβάλλει εκ των ων ουκ άνευ, την συμβολή και των δύο γονέων
εισέτι και εις τον στάδιο της ανατροφής ούτως ώστε να υπάρχει
αφενός ο έλεγχος ως προς το παιδί αλλά και αφετέρου να
καθίσταται φορέας των αρχών αυτών και των αξιών οι οποίες θα
συμβάλλουν συλλήβδην και αποφασιστικά εις την ορθή ανάπτυξη
της προσωπικότητάς τους.
Το ιδανικό βεβαίως είναι να υπάρχει καλή σχέση των γονέων
μεταξύ τους ούτως ώστε να μεταγγίζουν τυχόν κοινές αρχές και
αξίες ούτως ώστε το παιδί να καταστεί ευχερώς ορθός δέκτης και
να μη τελεί εν συγχύσει ή να περιέρχεται σε σύγκρουση, με
αποτέλεσμα να διολισθαίνει προς «άβατους» ατραπούς για τον
ψυχισμό τους, καταλήγοντας εν πολλοίς, ως ένδειξη εξ ενστίκτου
και θυμικής αντιδράσεως σε ακραίες κοινωνικές και τοξικές τάσεις,
οι οποίες θα αποβούν βλαπτικές προς την ψυχολογία του και την εν
γένει ελεύθερη ανάπτυξη της πραγματικότητας.
Ως εκ τούτου το μείζον εν προκειμένω, είναι η προηγούμενη αγαστή
σχέση των διαζευγμένων γονέων, οι οποίοι απλώς προσφεύγουν εις
τα δικαστήρια όχι εκδικητικά αλλά δια να οριοθετήσουν λυσιτελώς
και να διευθετήσουν τελεσφόρως τα επιμέρους μεταξύ τους
ζητήματα, εν σχέσει με αλλήλοις αλλά και με τα τέκνα τους, άπαξ
δια παντός.
Εις αυτές τις «κανονικές» περιπτώσεις η διατήρηση καλής σχέσεως
συνεννοήσεως μεταξύ των διαζευγμένων γονέων, με αποκλειστικό
γνώμονα την εξυπηρέτηση του υπέρτερους συμφέροντος του
τέκνου, θα αποβεί ανυπερθέτως υπέρ της ομαλής
ψυχοσυναισθηματικής ανάπτυξης του τέκνου, με εκμηδένιση
συγκρούσεων, εντάσεων και αντικρουόμενων προσλαμβανουσών.
Τούτο διότι, ναι μεν εις εκ των δύο γονέων θα κατέχει την
επιμέλεια δια δικαστικής αποφάσεως, όμως θα σέβεται οψέποτε δει
και καταστεί αδηρίτως αναγκαίο να ζητήσει και την γνώμη του
πρώην συζύγου και πατέρα του παιδιού της δια ένα κοινό καίριο
ζήτημα, όπως η ανατροφή, (πολιτικές πεποιθήσεις, σεξουαλική
αγωγή, επιλογή σπουδών) κτλ, εφόσον ασφαλώς απαιτείται και
καταστεί χρήσιμο.
Ως εκ τούτου λοιπόν, η καλή σχέση μεταξύ των γονέων αποτελεί το
κλειδί της ομαλότητας των σχέσεων όλων, ακόμη και να υπάρχουν
δικαστικές αποφάσεως, οι οποίες οριοθετούν συγκεκριμένα τις
διαπροσωπικές μεταξύ τους σχέσεις.
Εκ παραλλήλου θα λέγαμε, ότι το παιδί δεν είναι κτήμα ουδενός,
η αγάπη μας προς αυτό εκδηλώνεται όταν του δείχνουμε το
αντικειμενικώς ορθό, σεβόμενοι, τα δικά του χαρακτηριστικά
γνωρίσματα τόσο ως προσωπικότητα αλλά και ως παιδί το οποίο εκ
θεού, εκ της φύσεως και εκ του νόμου έχει ανάγκη και τους δύο
γονείς.
Για τους λόγους αυτούς, δεν πρέπει να το υποβάλλουμε ή να το
δηλητηριάζουμε με αρνητικές σκέψεις ιδικές μας ως διαζευγμένοι
γονείς κατά του πρώην συζύγου μας, διότι τοιουτοτρόπως το μόνον
το οποίο επιτυγχάνουμε είναι να στιγματίζουμε και να το
πληγώνουμε αδιόρατα και αφανώς.