Όταν τα παιδιά μεγαλώνουν με κάποια χρόνια απώλεια, και χωρίς να λαμβάνουν την ψυχική ή σωματική προστασία που χρειάζονται και σίγουρα αξίζουν, φυσικό επόμενο είναι να εσωτερικεύσουν μεγάλο φόβο. Η απουσία ψυχικής και σωματικής προστασίας ισοδυναμεί με εγκατάλειψη. Kι αν η ζωή τους χαρακτηρίζεται από αυτήν, δεν θα αργήσει να έρθει και η σε-τοξικά-επίπεδα ντροπή η οποία πηγάζει από το σκληρό και επώδυνο μήνυμα που φέρνει μαζί της η εγκατάλειψη. Ότι δηλαδή δεν είναι σημαντικός και δεν αξίζει σαν άνθρωπος. Αυτό τον πόνο χρειάζεται να γιατρέψουμε οι άνθρωποι.
Για μερικά παιδιά η εγκατάλειψη είναι πρωτίστως σωματική, δηλαδή παρατηρούμε απουσία των απαραίτητων συνθηκών για την καλή του ανάπτυξη με ανεπαρκή εποπτεία του, σίτιση, ρουχισμό, στέγη, θέρμανση και προστασία, σωματική ή και σεξουαλική κακοποίηση. Λόγω του ότι τα παιδιά είναι απόλυτα εξαρτώμενα από τους κηδεμόνες τους για ασφάλεια στο περιβάλλον τους, όταν δεν την έχουν, μεγαλώνουν με την ιδέα ότι ο κόσμος είναι μη-ασφαλές «τοπίο», οι άνθρωποι ανάξιοι της εμπιστοσύνης τους και τα ίδια ανάξια να λαμβάνουν την θετική προσοχή και επαρκή φροντίδα των σημαντικών άλλων.
Στην συναισθηματική εγκατάλειψη, τα παιδιά δεν μεγαλώνουν στις συναισθηματικές συνθήκες και περιβάλλον που χρειάζονται για την ψυχικά υγιή τους ανάπτυξη. Αυτό που έχω επιλέξει να ορίζω ως συναισθηματική εγκατάλειψη είναι το «προϊόν» της επιλογής ενός παιδιού να αποκρύψει σημαντικό κομμάτι του εαυτού του προκειμένου να γίνει αποδεκτό και να αποφύγει την απόρριψη. Και θα μου πείτε, τι σημαίνει αποκρύπτω κομμάτια μου ; Σημαίνει ότι δεν επιτρέπω λάθη στον εαυτό μου, εκδήλωση των συναισθημάτων μου καθώς μπορεί κάποτε να απορρίφθηκαν ως αναληθή (Δεν έχεις λόγο να κλαίς κι αν δεν σταματήσεις θα σου δώσω εγώ λόγο να κλαίς ή δεν πονάει αυτό τόσο πολύ, ή δεν έχεις λόγο να τσαντίζεσαι.), ύπαρξη προσωπικών αναγκών όταν οι ανάγκες των άλλων είναι σημαντικότερες των δικών του, δικαίωμα στην επιτυχία καθώς κυριαρχεί η ιδέα ότι τα επιτεύγματα δεν αναγνωρίζονται και συνήθως υποτιμούνται.
Συμπεριφορές εγκατάλειψης είναι και όταν τα παιδιά δεν μπορούν να φτάσουν τις προσδοκίες των γονέων τους και τότε είναι συνήθως μη-ρεαλιστικές και ακατάλληλες για την ηλικία τους. Επίσης όταν τα κατηγορούμε ως υπεύθυνα για την συμπεριφορά άλλων και έτσι φορτώνονται πράξεις και συναισθήματα των γονέων τους. Τέλος, όταν τα αποδοκιμάζουμε απευθυνόμενοι σε όλο τους το είναι σαν άτομα και όχι σε συγκεκριμένες συμπεριφορές. Λέμε δηλαδή ότι είναι κακό παιδί όταν δεν κάνει τη δουλειά του για το σχολείο ή ότι δεν είναι καλός αθλητής κι ούτε θα γίνει γιατί έκανε λάθος στα τελευταία δευτερόλεπτα του αγώνα.
Είναι πολλές οι φορές που η εγκατάλειψη πηγαίνει παράλληλα με στρεβλωμένα, ασταθή ή και αόριστα όρια όπως όταν οι γονείς δεν αντιμετωπίζουν τα παιδιά τους σαν ξεχωριστές οντότητες με προσωπικά όρια. Όταν προσδοκούν να δουν την προέκταση του εαυτού τους σε αυτά. Όταν δεν έχουν τη διάθεση να αναλάβουν την ευθύνη των συναισθημάτων, σκέψεων και συμπεριφορών τους αλλά περιμένουν από τα παιδιά να το κάνουν για εκείνους. Όταν η αυτοεκτίμηση των γονέων αντλείται από την συμπεριφορά των παιδιών και τις κτήσεις τους. Όταν φέρονται σαν να είναι συνομήλικοι τους χωρίς καμία διάκριση σχέσης γονέα/παιδιού.
Αν λοιπόν η παραμέληση αυτού του βαθμού συνδυαστεί με χαοτικά όρια την χρονική στιγμή που τα παιδιά αναπτύσσουν την προσωπική αίσθηση της αξίας τους, τότε αυτά θα γίνουν τα θεμέλια της αίσθησης προσωπικής ανεπάρκειας και όπως αντιλαμβάνεστε η κεντρική αιτία για την ανάπτυξη του συναισθήματος της ντροπής.
Η εγκατάλειψη και η καταπάτηση ορίων «δικαιολογούν» τον παράλογο τρόπο σκέψης, τις λαθεμένες πεποιθήσεις και τις ακατάλληλες συμπεριφορές προς όσους πληγώνουμε. Όμως αυτές οι πληγές μένουν βαθιά μέσα μας και στο μυαλό μας (από τις πιο νεαρές ηλικίες – σαν παιδιά) με αποτέλεσμα να τις νοιώθουμε και πολύ αργότερα. Χρειάζεται λοιπόν να κατανοήσουμε και να αποδεχτούμε τα αίτια των συναισθηματικών μας πληγών για να μπορέσουμε να αναρρώσουμε.
Μέχρι τότε, ο πόνος μένει μαζί μας και γίνεται κινητήριος δύναμη και οδηγός στην ενήλικη ζωή μας.