Η εξέταση του τέκνου εις το δικαστήριο, εναπόκειται εις την διακριτική ευχέρεια του γονέα να το θέσει εις το δικόγραφο ως αναπόσπαστο αίτημα ως ειδικότερα ορίζεται και προβλέπεται εις τον Νόμο, ούτως ώστε το ίδιο εν τέλει το τέκνο να αποφανθεί ανεπηρέαστα και ελεύθερα με ποιον γονέα επιθυμεί να διαμείνει.
Το αίτημα τούτο προβάλλεται προσηκόντως, επί τω πλαισίω του δικογράφου, του γονέα του οποίο το ζητάει, εις πάσα περίπτωση όμως τούτο εναπόκειται ανυπερθέτως και εις την διακριτική ευχέρεια του δικάζοντος δικαστή, προκειμένου να διακριβώσει ο ίδιος ιδίοις όμασι και ιδίοις ωσί, ποιος εν τέλει κρίνεται ο καταλληλότερος γονέας για την άσκηση της επιμέλειας του τέκνου, βάσει της εκπεφρασμένης γνώμης του ανήλικου τέκνου.
Ασφαλώς το ίδιο το παιδί αποτελεί αυτοτελές υποκείμενο δικαίου και έχει αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα να επιλέξει τον γονέα τον οποίο νιώθει ότι δύναται να συνεννοηθεί και βιώνει καλύτερα την καθημερινότητά του, εξ αυτού του λόγου, το αίτημα αυτό προβάλλουν εκατέρωθεν οι γονείς ή και ο ίδιος ο δικαστής όπως και προεξέθεσα.
Υφίσταται νομολογία του Αρείου Πάγου, η οποία αναφέρει ότι η μητέρα ασκεί ψυχοκοινωνική υπεροχή εις το τέκνο μέχρι τα τρία έτη, θεωρητικά όμως το παιδί δύναται να εξετασθεί σε οιαδήποτε ηλικία εν συναρτήσει δηλαδή με την ωριμότητα και τις συνθήκες καθώς και τα αντικειμενικά γεγονότα της εκάστοτε υποθέσεως.
Η εξέταση του παιδιού διευκολύνει αφενός την μόρφωση δικανικής πεποιθήσεως του δικαστή ούτως ώστε να εκδώσει μία ακριβοδίκαιη απόφαση ερειδόμενη εις τον υπέρτερο συμφέρον του ανηλίκου τέκνου και αφετέρου εις το να αναγνωρίσει με ποιόν αντικειμενικά εκ των δύο γονέων το παιδί θα διασφαλίσει την ψυχική υγεία και ισορροπία.
Η εξέταση του παιδιού μετά του εκάστοτε δικαστή λαμβάνει χώρα κεκλεισμένων των θυρών, με κατ’ ιδίαν προφορική εξέταση, ούτως ώστε να διακριβώσει τι επιτάσσει το συμφέρον του ως προς τον ποιος είναι ο κατάλληλος γονέας.
Η απόφαση δε, δεν ανακοινώνεται αυτοστιγμεί, τουναντίον ο δικαστής συνεκτιμά και λαμβάνει υπόψιν το σύνολο των στοιχείων της δικογραφίας και όταν, προϊόντος του χρόνου εκδοθεί η απόφαση περί της επιμελείας, ανακοινώνει με ποιόν το παιδί δήλωσε ότι επιθυμεί να μείνει.
Τούτο δε σημαίνει ότι διαλαμβάνεται γραπτώς η εξέταση του παιδιού επί των εκδοθέντων δικαστικών αποφάσεων, πλην όμως ουδαμώς αναπτύσεται το περιεχόμενο του διαλόγου μεταξύ του τέκνου και του δικαστή.
Είναι πρόδηλο, όπως πλειστάκις έχουμε επισημάνει και καταδείξει μέσω της οιονεί αυτής επιφυλλίδας ότι ορισμένοι εκ των γονέων εκ δόλου, πειθαναγκάζουν ή απειλούν εμμέσως τα τέκνα τους να διαμείνουν μαζί τους, καίτοι τα ίδια έχω εκπεφρασμένη ευθαρσώς αντίθετη βούληση εναντίον τους, διότι απλώς προτιμούν το έτερο γονέα.
Ως εκ τούτου δέον όπως η στάση αυτή των γονέων θα εξιχνιασθεί με την εξέταση των τέκνων εκ του φυσικού δικαστή ο οποίος θα διαγνώσει την ως άνω δυσαρμονία μεταξύ της βουλήσεως του γονέα και του τέκνου.
Το παιδί επιβάλλεται να αντιμετωπίζεται ως ανεξάρτητη προσωπικότητα και η ωριμότητα του εν τέλει να κρίνει κατά περίσταση, κατά τα διδάγματα της κοινής αλλά και με γνώμονα πάντοτε τη φύση της υποθέσεως, εντούτοις όμως πολλές φορές το αίτημα προς εξέταση (του τέκνου) λογίζεται ως καταχρηστικό και δεν γίνεται δεκτό όταν κατάφωρα το παιδί επιθυμεί να παραμείνει ήδη με τον γονέα που διαμένει και ο άλλος καταφανώς προβάλλει το αίτημα διεκδίκησης της επιμελείας εις τα πλαίσια απλώς, υπονόμευσης του ετέρου γονέα, δημιουργώντας απλώς στρατηγικές ασάφειες.
Εν πάση περιπτώσει, το παιδί αποτελεί τον άξονα και τον πυρήνα της εκάστοτε υποθέσεως και η επιθυμία του περί των γονέων του, δέον όπως να εκφράζεται εκ των ών ούκ άνευ, απρόσκοπτα και ανεπηρέαστα και όχι να καταπνίγεται με αποτέλεσμα το τέκνο να αντιμετωπίζεται ως άθυρμα, ή υποχείριο των γονέων όπου αγνοούν προπετώς την γνώμη του και την υπόσταση του, διότι μία τέτοιου είδους συμπεριφορά προς αυτό, συνιστά προφανή ψυχική κακοποίηση του παιδιού.