Για να μιλήσουμε για την ασφαλή προσκόλληση που πρέπει να πετύχει το μωρό-παιδί με τη πρόσωπο που θα το φροντίζει, πρέπει να εξηγήσουμε πως κατέληξαν οι ερυνητές στη θεωρία της προσκόλλησης.
Ο βρετανός παιδοψυχίατρος Bowlby στα τέλη της δεκαετίας του 60′ δουλεύοντας σε παιδιατρική κλινική στο Λονδίνο παρατηρούσε τις συναισθηματικές αντιδράσεις και τη συμπεριφορά διαταραγμένων παιδιών. Από τη μελέτη του αυτή έγινε σαφές ότι η σχέση του παιδιού με τη μητέρα του έχει εξαιρετική σημασία για τη συναισθηματική και γνωσιακή του εξέλιξη. Με αφορμή τις παρατηρήσεις του, διατύπωσε τη θεωρία της προσκόλλησης που δεν είναι τίποτα άλλο παρά η συσχέτιση μεταξύ του πρώιμου αποχωρισμού του μωρού από τη μητέρα και την δυσμενή εξέλιξη της ψυχολογικής του κατάστασης αργότερα στη ζωή του. Ο Bowlby διαπίστωσε ότι τα παιδιά βιώνουν έντονο άγχος όταν αποχωρίζονται από τη μαμά τους. Ακόμα και αν αυτά τα παιδιά τα φροντίσει κάποιος άλλος άνθρωπος, το άγχος του αποχωρισμού και η ένταση δεν μειώνεται.
Πως μπορούμε να εξηγήσουμε τη προσκόλληση αυτή; Ο Bowlby πρότεινε μια εξήγηση μέσα στο εξελικτικό πλαίσιο του ανθρώπου. Η μητέρα που συνδέεται στενά με το μωρό της του παρέχει ασφάλεια και σιγουριά. Η προσκόλληση είναι προσαρμοστική γιατί ενισχύει τις πιθανότητες που έχει το έμβρυο-μωρό να επιβιώσει. Του επιτρέπει να αναπτύξει μια ασφαλή βάση για να εξερευνήσει και να σχετιστεί με τον κόσμο εκεί έξω. Η ασφαλής προσκόλληση θα δώσει την ευκαιρία στο μωρό να νιώσει σταθερότητα, σιγουριά και ασφάλεια που είναι απαραίτητα στοιχεία για να πάρει ρίσκα αργότερα στη ζωή του να εξελιχθεί, να μεγαλώσει και να αναπτύξει μια υγιή προσωπικότητα. Τα βρέφη σύμφωνα με τον Bowlby έχουν έμφυτη την ανάγκη να αναζητήσουν στενή επαφή και σχέση με το πρόσωπο που έχει αναλάβει να τα φροντίζει όταν βρίσκονται σε κίνδυνο ή απειλούνται. Ταυτόχρονα, γνωρίζουμε ότι ο άνθρωπος είναι το μόνο θηλαστικό που δεν μπορεί να ζήσει μόνο του τα πρώτα χρόνια της ζωής του και έχει άμεση ανάγκη την φροντίδα από κάποιον ενήλικα.
Η κεντρική ιδέα στη θεωρία της προσκόλλησης είναι ότι το μωρό πρέπει να αναπτύξει μια δυνατή και στενή σχέση με τον άνθρωπο που το φροντίζει που συνήθως είναι η μητέρα του ή κάποιο άλλο πρόσωπο αν η μητέρα δεν είναι διαθέσιμη.
Πριν τον έκτο μήνα τα μωρά βρίσκονται στο αδιαφοροποίητο στάδιο, κατά το οποίο δεν δείχνουν σημάδια προσκόλλησης σε κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο. Στην μονοπροσωπική προσκόλληση περνάει το βρέφος μετά τον έκτο μήνα, οπότε και δείχνει σαφή προτίμηση σε ένα πρόσωπο που συνήθως είναι η μητέρα του και εμφανίζει σημάδια έντονου άγχους προς τα ξένα πρόσωπα. Το στάδιο αυτό φτάνει στην κορύφωση του μετά τα δύο χρόνια ενώ από τα τρία έως τέσσερα χρόνια το παιδί μπορεί να δημιουργήσει δεσμούς με τα πρόσωπα που σχετίζονται και αλληλεπιδρούν πιο στενά μαζί του στο περιβάλλον όπου ζει.
Σύμφωνα με τις έρευνες τα παιδιά που έχουν καλή σύνδεση με το γονιό ακτινοβολούν σε κάθε τομέα της ζωής τους και σε κάθε συμπεριφορά τους και θα γίνουν ένας υγιής ψυχικά ενήλικας. Αυτή την αγωνία την έχουν όλοι γονείς. Πώς το παιδί τους θα εξελιχθεί σε έναν υγιή ψυχικά ενήλικα.
Τι σημαίνει τελικά είμαι γονιός και ακολουθώ το μοντέλο προσκόλλησης με ασφάλεια και βοηθώ το παιδί μου να επιτυχή την ασφαλή προσκόλληση;
Σημαίνει να είστε ένας γονιός ανοιχτός στα σημάδια που σας δείχνει το μωρό σας και στις ανάγκες του χωρίς να ανησυχείτε ότι το κακομαθαίνετε ή ότι σας “χειρίζεται”. Οι γονείς που δίνουν έμφαση στο να βάλουν το μωρό σε ένα «πρόγραμμα» δεν μπορούν να συνδεθούν μαζί του και δεν μπορούν να επιτύχουν μια καλή σχέση προσκόλλησης με ασφάλεια. Ακολουθώντας πίστα ένα «πρόγραμμμα» ενδέχεται να αγνοήσουν κάποια σημάδια που το μωρό τους δείχνει. Αυτό που εκφράζει το μωρό είναι οι ανάγκες του. Οι παραπάνω γονείς έχουν έννοια να ελέγξουν το μωρό και να το βάλουν σε πρόγραμμα και η μεταξύ τους, χωρίς εμποδια, επαφή χάνεται. Κατά συνέπεια, δεν επιτυγχάνεται η ασφαλής προσκόλληση. Το μη-συνδεδεμένο με ασφάλεια μωρό και στη συνέχεια παιδί καταλαβαίνει ότι δεν αξίζει την προσοχή των άλλων παραιτείται από κάθε προσπάθεια να πετύχει τη προσοχή τους. Θεωρεί ότι δεν μπορεί να κάνει κάτι για να του δώσουν προσοχή οι άνθρωποι στο περιβάλλον του.
Ο εγκέφαλος του μωρού αναπτύσσεται πολύ γρήγορα τα δύο πρώτα χρόνια. Το μυαλό του δημιουργεί συνδέσεις και μετά από συγκεκριμένες αλληλεπιδράσεις αποθηκεύει την νοητική εικόνα του τι έχει συμβεί. Για παράδειγμα το μωρό σηκώνει τα χέρια του και η μητέρα αποκρίνεται και το παίρνει αγκαλιά. Η επανάληψη αυτής της εικόνας χαράζεται βαθιά στη μνήμη του μωρού και τα θετικά συναισθήματα που νιώθει το συνδέουν με τη σκηνή αυτή. Το μωρό νιώθει καλά, έχει θετικές εικόνες σύνδεσης και για αυτό ο κόσμος είναι ασφαλής και ωραίος να τον ζεις και να τον απολαμβάνεις. Είναι ένα χαρούμενο κι ευτυχισμένο μωρό που θα γίνει ένα χαρούμενο και φωτισμένο παιδί και τελικά ένας χαρούμενος κι ευτυχισμένος ενήλικας. Τα μωρά που δένονται με ασφάλεια με τη μαμά τους και νιώθουν καλά προσπαθούν στη συνέχεια της ζωής τους να διατηρήσουν αυτό το καλό και ευχάριστο συναίσθημα. Έχουν μάθει από πολύ νωρίς πως να το πετύχουν αυτό και γνωρίζουν ότι περιστοιχίζονται από άτομα που τους δίνουν προσοχή και που καλύπτουν τις ανάγκες τους. Αυτά, λοιπόν, τα παιδιά που έχουν προσκολληθεί με ασφάλεια αργότερα ως ενήλικες μπορούν να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες που θα παρουσιαστούν στη ζωή τους και να επιστρέψουν στην χαρούμενη κατάσταση που είναι γνώριμη για εκείνα. Στεναχωριούνται, πέφτουν, αλλά σηκώνονται με ευκολία. Έχουν τις δεξιότητες γνωρίζουν τον τρόπο. Το έχουν μάθει από τον τρόπο που τους απαιτούσε η μητέρα τους να συνδεθούν μαζί της. Με ασφάλεια. Σε αντίθεση τα παιδιά που δεν έχουνε πετύχει την ασφαλή προσκόλληση παλεύουν στη ζωή τους χωρίς να ξέρουν τι θέλουν να πετύχουν δεν γνωρίζουν πως είναι να είσαι χαρούμενος και αποδεκτός. Παραιτούνται γρήγορα.
Ανταποκριθείτε στο κάλεσμα του παιδιού σας, ικανοποιώντας τις ανάγκες του και δώστε του την ευκαιρία να συνδεθεί μαζί σας με ασφάλεια για να μπορέσει να αντιμετωπίσει το άγχος αποχωρισμού που θα νοιώσει όταν φεύγετε από κοντά του.