Η προγεστερόνη είναι μια ορμόνη που εκκρίνεται από τις ωοθήκες κ ρυθμίζει την ωορρηξία και την αιμορραγία κατά την έμμηνο ρύση. Τα επίπεδα της στο αίμα κορυφώνονται λίγο μετά τη μέση του κύκλου κ εφόσον δεν προκύψει εγκυμοσύνη επανέρχονται. Αμέσως μετά την ωορρηξία, η έκκριση της είναι καθοριστικής σημασίας, καθώς προετοιμάζει το ενδομήτριο (το εσωτερικό περίβλημα της μήτρας) να δεχθεί και να εμφυτεύσει το γονιμοποιημένο ωάριο (ωχρινική φάση του κύκλου). Επίσης, σε περίπτωση σύλληψης λειτουργεί ανασταλτικά σε επόμενη ωορρηξία, που θα έθετε σε κίνδυνο την συνέχιση της εγκυμοσύνης.
Ακόμα μία δράση της ορμόνης αυτής, φαίνεται να είναι η αύξηση της όρεξης της εγκύου για
τροφή γεγονός που, φυσικά, ευνοεί την κάλυψη των διατροφικών αναγκών του
αναπτυσσόμενου εμβρύου. Επιπλέον, βοηθά στην αποθήκευση του λίπους πoυ ευνοεί την
απορρόφηση των λιποδιαλυτών βιταμινών (A,D,E,K).
Εκτός όμως από όλα αυτά τα ωφέλιμα πράγματα που κάνει για εσάς και το μωρό σας είναι
υπεύθυνη και για τις πιο γνωστές και ενοχλητικές παρενέργειες του πρώτου κυρίως τριμήνου δηλαδή την κούραση, τη ναυτία, τους πονοκέφαλους, τις αλλαγές στη διάθεσή και που παρότι δε μας αρέσουν, είναι σημάδια πως όλα δουλεύουν σωστά!
Γιατί κάποιες γυναίκες χρειάζονται συμπλήρωμα προγεστερόνης;
Πριν την εγκυμοσύνη:
Κάποιες γυναίκες που αντιμετωπίζουν δυσκολίες στη σύλληψη πιθανώς και λόγω απουσίας ή
δυσλειτουργίας της ωχρινικής φασης που αναφέραμε πιο πάνω ή άλλες αιτίες
υπογονιμότητας, λαμβάνουν προγεστερόνη στα πλαίσια υποβοηθούμενης
αναπαραγωγής (Assisted Reproductive Technology, ART) με σκοπό την προετοιμασία του
ενδομητρίου και την αύξηση των πιθανοτήτων εμφύτευσης των εμβρύων.
Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης:
Στο Α’ τρίμηνο συνήθως χορηγείται σε εγκυμοσύνες με υψηλό κίνδυνο αυτόματης
αποβολής εφόσον υπάρχει ιστορικό καθ΄έξιν αποβολών ή παρατηρηθεί κολπική
αιμόρροια. Οι επιστημονικές μελέτες όμως, που έχουν γίνει για να διερευνήσουν την αξία
της προγεστερόνης σε σχέση με την πρόληψη αποβολών Α’ τριμήνου, έχουν δώσει
αμφιλεγόμενα αποτελέσματα και έτσι η χρήση της με αυτή την ένδειξη δεν είναι κοινώς
αποδεκτή από την επιστημονική κοινότητα.. Στατιστικά εξάλλου, οι αποβολές πρώτου
τριμήνου έχουν, κυρίως, χρωμοσωμικές αιτιολογίες, οι οποίες δυστυχώς δεν επηρεάζονται
από τη χορήγηση προγεστερόνης.
Στο Β’ και Γ’ τρίμηνο της εγκυμοσύνης, η χρήση της γίνεται εφόσον υπάρχουν
σημάδια πρόωρου τοκετού (τοκετός νωρίτερα από τις 37 εβδομάδες). Ερευνες έχουν δείξει
πως η χρήση προγεστερόνης δια της κολπικής οδού μπορεί να παρατείνει την εγκυμοσύνη κ
συνεπώς να προλάβει παθολογίες του νεογνού που σχετίζονται με προωρότητα. Ενδείξεις
αποτελούν το ιστορικό πρόωρου τοκετού, το μικρό μήκος τραχήλου ή οι πρόωρες
συσπάσεις.
Σε ποιες μορφές κυκλοφορεί η προγεστερόνη και ποια είναι η σωστή δοσολογία;
Η προγεστερόνη κυκλοφορεί σε μορφή μαλακής κάψουλας, κολπικής γέλης, κολπικών
δισκίων και ενέσιμου διαλύματος.
Οι μαλακές κάψουλες (π.χ Utrogestan 100 ή 200mg) λαμβάνονται κ από του στόματος κ
κολπικά σε δοσολογίες 200-600mg ημερησίως κ για διάρκεια που καθορίζεται από την
ένδειξη. Τα δισκία είναι η φαρμακοτεχνική μορφή επιλογής για χορήγηση σε γυναίκες με
αυτόματη έναρξη εγκυμοσύνης (όχι υποβοηθούμενη).
Η κολπική γέλη (8%) χρησιμοποιείται κάθε δεύτερη ημέρα ανάλογα με την περίπτωση και
την ανταπόκριση για όσο διάστημα χρειάζεται (συνήθως τις τελευταίες 12 ημέρες του
κύκλου). Στην υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, εφαρμόζεται η γέλη μία φορά την ημέρα και
για 30 ημέρες αφ’ ότου επιβεβαιωθεί με εργαστηριακές εξετάσεις η εγκυμοσύνη.
Τα κολπικά δισκία (100mg) χορηγούνται στην υποβοηθούμενη αναπαραγωγή τρεις φορές
ημερησίως, ξεκινώντας κατά τη ωοληψία. Εάν επιβεβαιωθεί εγκυμοσύνη, η χορήγηση τους
πρέπει να συνεχιστεί για 30 ημέρες.
Τέλος το ενέσιμο διάλυμα (25 mg) χρησιμοποιείται εφόσον η γυναίκα δε μπορεί να
χρησιμοποιήσει καμία μορφή κολπικού σκευάσματος. Η δοσολογία είναι μια υποδόρια
ένεση ημερησίως από την ημέρα της λήψης του ωαρίου, συνήθως έως τις 12 εβδομάδες
επιβεβαιωμένης κύησης.
Πηγές
*Οι παρούσες πληροφορίες έχουν καθαρά ενημερωτικό χαρακτήρα και σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν ούτε αντικαθιστούν τις ιατρικές οδηγίες. Πριν τη χορήγηση οποιουδήποτε σκευάσματος επικοινωνείτε πάντοτε με τον θεράποντα ιατρό σας και ακολουθείτε τις οδηγίες του.