Ποια η υποχρέωση διατροφής κατά τις θερινές διακοπές;
Πλείστες φορές προκύπτει το ερώτημα, εάν ο γονεύς ο οποίος δεν ασκεί την επιμέλεια, ήτοι εις τον αντίποδα ο δικαιούχος διευρυμένης κατά κανόνα επικοινωνίας και εν ταυτώ υπόχρεος διατροφής, δύναται διαρκούσης της περιόδου των θερινών διακοπών, όπου ο ίδιος ασκεί την επικοινωνία μετά των τέκνων του καθίσταται υπόχρεος καταβολής διατροφής.
Εν προκειμένω, αν και εφόσον υφίσταται καλή σχέση μεταξύ των γονέων, δύναται να εξευρεθεί μία κοινή συμβιβαστική λύση, πλην όμως όταν υφίστανται τουναντίον οριοθετημένες σχέσεις μέσω δικαστικών αποφάσεων, οφείλει να τηρήσει απαρεγκλίτως το διαληφθέν περιεχόμενο της αποφάσεως, υπό την έννοια, εφόσον δεν υφίσταται άλλη συγκεκριμένη ρήτρα, περιορισμού αυτής, διαρκούσης της περιόδου των διακοπών, καλώς ή κακώς, οφείλει να καταβάλλει το σύνολο της διατροφής, μολονότι το ήμισυ μήνα ή και ολόκληρο κατά την περίοδο του θέρους, το έχει ο ίδιος, διότι η περιοδική περιουσιακή αξίωση λογίζεται ενιαία και αδιαίρετα ρυθμισμένη.
Αντικειμενικά τούτο λογιστικά ως προς το ποσό, δημιουργεί πολλά προβλήματα εις τον υπόχρεο καταβολής, διότι αφενός καταβάλλει την τρέχουσα διατροφή και αφετέρου έχει την οικονομική επιβάρυνση, διατροφής του τέκνου του, διαρκούντος του μηνός, όπου ασκεί την επικοινωνία εκτενώς ένεκεν του θέρους, όχι πώς τούτο δεν είναι ορθό από άποψη επικοινωνίας, αλλά υπό το πρίσμα των οικονομικών καθίσταται ιδιαζόντως δυσβάστακτο ιδίως για τον υπόχρεο.
Περαιτέρω, το οικογενειακό δίκαιο βρίθει αντιφάσεων και ανυπερθέτως συνιστά ένα ζωτικό δίκαιο, το οποίο μεταβάλλεται ακριβώς επειδή ερείδεται επί της συγκεκριμένης φύσεως των ανθρωπίνων σχέσεων.
Εν πάση περιπτώσει το υπέρτερο συμφέρον του ανήλικου τέκνου επιτάσσει το παν και συγχωρεί βασίμως οιαδήποτε μορφή θεμιτής θυσίας εκ μέρους των γονέων του, όμως παρά το ορθώς πράττειν, του οικογενειακού δικαίου, πολλές φορές οι οικονομικές συνθήκες έχουν μεταβληθεί άρδην εν συνδυασμό με την έννοια του ισχυρού φίλου, με συνέπεια πολλοί πατεράδες να στερούνται πόρων, προκειμένου να καταβάλλουν τα μέγιστα προς τα τέκνα τους, πράγμα το οποίο είναι σύνηθες και δεν καταλαμβάνει μόνον τις μαμάδες.
Εις τον σημείον τούτο αξίζει να κάνουμε ορισμένη μνεία περί της διασάφησης ότι ομιλούμε αποκλειστικά και μόνον περί των κανονικών περιπτώσεων, δηλαδή όχι δια τις καταχρηστικές περιπτώσεις όπου οι υπόχρεοι διατροφής καθίστανται δύστροποι δηλαδή δεν καταβάλλουν την διατροφή καίπερ αντικειμενικά έχουν την οικονομική δυνατότητα.
Ανεξαρτήτως όμως και των κανονικών περιπτώσεων όπου οι υπόχρεοι διατροφής δίδουν ένα μέρος της διατροφής ένεκεν πενίας ή αποδεδειγμένης επί μακρόν ανεργίας, παρά ταύτα ουδέποτε εκπίπτουν της υποχρεώσεώς τους, ακριβώς δια τον λόγο ότι η διατροφή προς το τέκνου τους, κατισχύει έναντι όλων, εξ αυτού λοιπόν, του λόγου ο νόμος έθεσε δικλείδες ασφαλείας προς την αυτεπάγγελτη προάσπιση του συμφέροντος του, καθότι τα ανήλικα τέκνα, στερούνται ένεκεν της ανηλικότητας η οποία προστατεύεται εκ του Συντάγματος και των Διεθνών συμβάσεων προσηκόντως ούτως ώστε, να έχουν τα απολύτως αναγκαία προς την επιβίωσή τους υπό τους κηδεμόνες τους.
Το σκεπτικό δηλαδή του νομοθέτη είναι ότι η προτεραιότητα είναι το ανήλικο τέκνο και όχι ο εαυτός μας άλλως δεν είμεθα ικανοί να έχουμε παιδιά, άνευ της εκ των προτέρων μέριμνας περί της στοιχειώδους διατροφής των, ή άλλως να καταστεί έστω και εκ των υστέρων προτεραιότητά μας.
Το κεφάλαιο διατροφής αποτελεί ένα ζωτικό κομμάτι του οικογενειακού δικαίου, όπου η αξίωση προς διατροφή πέραν από την δικαστηριακή διεκδίκηση και την κατόπιν τούτου δυνατότητα λήψης καταδιωκτικών μέτρων κατά των περιουσιακών στοιχείων του υπόχρεου, δύναται να υποβάλλει έγκληση, η οποία συνιστά διαρκές αυτόφωρο και να συλληφθεί δια την παραβίαση της υποχρεώσεώς του.
Εν κατακλείδι όμως, ο τρόπος ανάπτυξης ενός τέκνου αποτελεί επένδυση για το μέλλον, ανεξαρτήτως με ποιόν διαμένει το τέκνο ή ποιος ασκεί την επιμέλεια, διότι το τέκνο μας αποτελεί σαρξ εκ της σαρκός μας, καθότι εξελίσσεται, αναπτύσσεται και συν τω χρόνω αποκτά κρίση και δύναται να διαγνώσει την αλήθεια και την πραγματικότητα.